Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ) είναι μια νόσος που χαρακτηρίζεται από αύξηση της γλυκόζης (σακχάρου) στο αίμα λόγω έλλειψης ινσουλίνης. Είναι συχνός (6-10% του πληθυσμού) και προβλέπεται να γίνεται ολοένα συχνότερος λόγω των συνθηκών διατροφής και (μη-) άσκησης του σύγχρονου ανθρώπου. Ο συχνότερος τύπος διαβήτη είναι ο τύπου 2 (>90% των ασθενών), όπου συμβαίνει προοδευτική μείωση της ινσουλίνης και σταδιακή εμφάνιση συμπτωμάτων. Ο τύπου 1 (αυτοάνοσος, παλαιότερα ονομαζόταν νεανικός) χαρακτηρίζεται από πλήρη έλλειψη ινσουλίνης και εμφανίζεται οξέως. Υπάρχουν τέλος άλλοι ειδικοί τύποι, καθώς και ο διαβήτης κύησης.
Τα άτομα υψηλού κινδύνου που προτείνεται να ελεγχθούν για ΣΔ είναι:
– όσοι είναι >45 χρόνων
– οι υπέρβαροι/παχύσαρκοι
– όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό ΣΔ
– όσοι πάσχουν από υπέρταση, λιπιδαιμία, καρδιαγγειακή νόσο
– οι γυναίκες που είχαν διαβήτη κύησης ή γέννησαν παιδί >4kg
– οι γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
– όσοι παίρνουν φάρμακα που αυξάνουν το σάκχαρο (κορτιζόνη, αντιψυχωσικά).

Η διάγνωση του διαβήτη γίνεται είτε όταν βρεθεί σάκχαρο νηστείας >126mg/dl, είτε σε παθολογική καμπύλη γλυκόζης, είτε τέλος σε τυχαία ανεύρεση σακχάρου >200mg/dl σε άτομο που παρουσιάζει συμπτώματα υπεργλυκαιμίας (πολυουρία, πολυδιψία, πολυφαγία, ανεξήγητη απώλεια βάρους). Δυστυχώς, σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, ο ΣΔ τύπου 2 διαγιγνώσκεται κατά μέσο όρο 7-9 χρόνια μετά την έναρξή του.
Επί οριακών τιμών μιλάμε για «προδιαβήτη», που δεν αποτελεί νόσο, αλλά εκφράζει τον αυξημένο κίνδυνο κάποιου ατόμου να εμφανίσει ΣΔ τα επόμενα χρόνια. Mε τροποποίηση των συνηθειών διατροφής και άσκησης τα άτομα αυτά μπορούν να επανέλθουν στο φυσιολογικό.
Γενικές συμβουλές υγιεινοδιαιτητικής φύσεως αφορούν:
– μείωση του βάρους τουλάχιστον κατά 5%, εφόσον είναι αυξημένο
– σωματική δραστηριότητα που περιλαμβάνει τουλάχιστον 30’ μέτριας έντασης άσκηση, 5 φορές την εβδομάδα
– μείωση του ολικού λίπους στο -αύξηση της πρόσληψης φυτικών ινών στα 25-35gr ημερησίως
– συχνά γεύματα (3 κύρια και 2-3 σνακ)
– διακοπή καπνίσματος
– ιδιαίτερα σημαντική τέλος είναι η υιοθέτηση των αλλαγών ως τρόπου ζωής με σκοπό την τήρησή τους επί μακρόν.

Με τη διάγνωση του διαβήτη ταυτόχρονα με τα παραπάνω ξεκινά συνήθως και φαρμακευτική αγωγή. Η έρευνα μας χαρίζει ολοένα καλύτερα φάρμακα με ευκολότερα δοσολογικά σχήματα, λιγότερες παρενέργειες και καλά αποτελέσματα και ο ιατρός συναποφασίζει με τον ασθενή ποια θεραπεία του ταιριάζει. Στόχος πάντα η «ευγλυκαιμία», το να προσεγγίσει δηλαδή κανείς όσο γίνεται τιμές σακχάρου φυσιολογικού ατόμου. Με τον τρόπο αυτόν αποφεύγονται ή καθυστερούν αφενός οι χρόνιες επιπλοκές της νόσου που αφορούν κυρίως το καρδιαγγειακό, τον εγκέφαλο, τους νεφρούς, τα μάτια, το νευρικό σύστημα (τελευταία μελετάται η συσχέτιση του ΣΔ με την άνοια) και τα περιφερικά αγγεία, και αφετέρου οι μεγάλες αποκλίσεις του σακχάρου που οδηγούν οξέως σε υπογλυκαιμία ή έντονη υπεργλυκαιμία(έως και κώμα).
Η παρακολούθηση του διαβητικού ασθενούς περιλαμβάνει την μέτρηση του σακχάρου και της πίεσης, τακτικές εξετάσεις αίματος και ούρων (γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη, νεφρική λειτουργία, λιπίδια), επίσκεψη σε καρδιολόγο και οφθαλμίατρο μια φορά το χρόνο και φυσικά συχνή επαφή με τον θεράποντα ιατρό με περιοδική εξέταση και των ποδιών.
Όπως όλοι οι χρονίως πάσχοντες οι διαβητικοί ασθενείς πρέπει να μάθουν να ζουν με το διαβήτη. Με τη βοήθεια των φαρμάκων, των ιατρών αλλά και του περιβάλλοντός του ο ασθενής μπορεί να ζει μια απόλυτα φυσιολογική ζωή. Καθότι η νόσος αρχικά συνήθως δεν δίνει συμπτώματα, αλλά καταστρέφει σιγά σιγά τα αγγεία, πρέπει να στοχεύουμε στην πρώιμη διάγνωση και τη σωστή ρύθμιση από νωρίς για να ζήσει ο διαβητικός πολλά και καλά χρόνια.

Αργυρού Ιωάννης, Γενικός Ιατρός

0 Shares
Style switcher RESET
Body styles
Color scheme