Πολύς λόγος γίνεται τις τελευταίες εβδομάδες στη χώρα μας αναφορικά με την ιλαρά και κάποιοι συμπολίτες μας σπεύδουν να εμβολιασθούν ενώ άλλοι αδιαφορούν ή διατηρούν αμφιβολίες. Είναι λοιπόν χρέος των επαγγελματιών υγείας να πάρουμε θέση στο θέμα, έτσι ώστε να μπορεί ο καθένας να αποφασίσει ορθά.
Λίγα μόνο λόγια για τη νόσο, που εμείς οι ιατροί ελπίζαμε να ξεχάσουμε, ωστόσο απ’ ότι φαίνεται πρέπει όλοι να είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε ή να υποψιαστούμε. Η ιλαρά τυπικά ξεκινά με πυρετό, ρινική καταρροή, φταρνίσματα, δακρύρροια, βήχα και ακολουθεί το εξάνθημα που συνήθως εμφανίζεται πίσω από τα αυτιά και εξαπλώνεται στο πρόσωπο, τον κορμό και τα άκρα. Χαρακτηρίζεται κηλιδοβλατιδώδες (δηλαδή κοκκινίλες ψηλαφητές και μη) και διαρκεί συνήθως 5-6 μέρες. Κατόπιν ο πυρετός πέφτει και το εξάνθημα εξαφανίζεται αφήνοντας ενίοτε λεπτή απολέπιση στο δέρμα.
Ο λόγος όμως για τον οποίον συζητάμε για την ιλαρά είναι οι επιπλοκές της. Περίπου 30% των νοσούντων θα υποστούν κάποια από αυτές. Διάρροια (συχνότητα 8%, από τις κύριες αιτίες θανάτου στον αναπτυσσόμενο κόσμο), παροδική ηπατίτιδα, οξεία μέση ωτίτιδα, πνευμονία (συχνότητα 6%, υπεύθυνη για μεγάλο ποσοστό των θανάτων), οξεία εγκεφαλίτιδα (0,1%), υποξεία σκληρυντική πανεγκεφαλίτιδα (βλάβη εγκεφαλικών κυττάρων αρκετά έτη μετά την προσβολή) είναι οι σημαντικότερες από αυτές. Οι ενήλικες γενικά νοσούν σπανιότερα αλλά σοβαρότερα από τα παιδιά. Προσβολή μιας εγκύου δύναται να προκαλέσει αποβολή, πρόωρο τοκετό και χαμηλό βάρος γέννησης. Ένα στα πέντε άτομα θα χρειαστεί νοσηλεία, ενώ η θνησιμότητα της νόσου είναι περίπου 1-2 στα 1000 περιστατικά στις αναπτυγμένες χώρες.
Έχουμε λοιπόν την απάντηση σε αυτούς που υποστηρίζουν ότι «παλαιότερα περνάγαμε όλοι την ιλαρά και δεν παθαίναμε τίποτα». Φυσικά και παθαίναμε. Χάνονταν ζωές. Τα επιβεβαιωμένα κρούσματα στη χώρα μας έφτασαν τα 250 αυτές τις μέρες σύμφωνα με το ΚΕΕΛΠΝΟ, στατιστικά λοιπόν πρέπει να αναμένουμε και τις επιπλοκές της νόσου. Ας ελπίσουμε να ανακοπεί η εξάπλωσή της και να μην φτάσουμε ποτέ σε αυτό το «1-2 στα 1000», όπως έφτασε η Ρουμανία. Και ο μόνος τρόπος να γίνει αυτό είναι ο εμβολιασμός.
Το εμβόλιο της ιλαράς βρίσκεται καιρό τώρα στο επίκεντρο λόγω μιας μελέτης που δημοσιεύθηκε το 1998 και το συνέδεε με εμφάνιση αυτισμού. Η μικρή αυτή μελέτη (12 παιδιά αφορούσε) αποδείχθηκε απάτη, ο ιατρός αλλοίωσε στοιχεία γιατί είχε ίδιο όφελος με αποτέλεσμα να του αφαιρεθεί η ιατρική άδεια και η μελέτη να ανακληθεί. Καμία μελέτη έκτοτε δεν απέδειξε οιαδήποτε συσχέτιση εμβολίων με αυτισμό, ο οποίος φαίνεται να σχετίζεται με γονιδιακά και άλλα περιβαλλοντικά αίτια. Η «ρετσινιά» ωστόσο έμεινε και γύρω από αυτήν κυρίως την κατηγορία στήθηκε παγκοσμίως το λεγόμενο αντιεμβολιαστικό κίνημα. Το εμβόλιο είναι ασφαλές με γνωστές ανεπιθύμητες ενέργειες που δεν περιλαμβάνουν κανέναν θάνατο (ούτε από το εμβόλιο ούτε από την απίθανη επακόλουθη νόσηση) και σοβαρότερη την εγκεφαλίτιδα σε ποσοστό 1/1.οοο.οοο. Είναι λοιπόν σαφής η υπεροχή του έναντι της φυσικής νόσησης.
Το εμβόλιο της ιλαράς κυκλοφορεί ως 3δύναμο (MMR, μαζί με ερυθρά και παρωτίτιδα) ή 4δύναμο (επιπλέον η ανεμευλογιά). Το MMR συστήνεται να γίνεται σε 2 δόσεις. Στην 1η δόση ανταποκρίνονται 95-98% των εμβολιασθέντων και το ποσοστό αυτό φτάνει το 99% μετά τη 2η δόση. Τα αντισώματα δημιουργούνται σε δύο περίπου εβδομάδες. Το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών συνέστηνε την 1η δόση σε ηλικία 12-15 μηνών και τη 2η σε ηλικία 4-6 ετών. Λόγω της επαπειλούμενης επιδημίας επισπεύδεται πλέον η 1η στους 12 μήνες και η 2η σε 3 μήνες από την πρώτη (ή, αν έχει παρέλθει 3μηνο, το νωρίτερο δυνατόν). Το ελάχιστο μεσοδιάστημα μεταξύ των δόσεων σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις είναι οι 28 ημέρες.
Για τα παιδιά τα δεδομένα είναι σαφή. Τους πρώτους μήνες της ζωής τα βρέφη καλύπτονται σε κάποιο βαθμό από αντισώματα της μητέρας (αν αυτή έχει «φτιάξει» αντισώματα από εμβόλιο ή νόσηση) και όταν συμπληρώσουν το 1ο έτος εμβολιάζονται. Χωρίς αντισώματα είναι εξαιρετικά ευαίσθητα και προσβάλλονται συχνά στις επιδημίες. Με το θηλασμό δεν μεταφέρονται αντισώματα. Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προσοχή στο περιβάλλον ενός βρέφους. Τα μεγαλύτερα παιδιά πρέπει όπως ελέχθη να κάνουν τη 2η δόση το συντομότερο δυνατόν. Αν έχουν κάνει δύο δόσεις δεν χρειάζεται να κάνουν κάτι άλλο.
Στους ενήλικες η κατάσταση περιπλέκεται, όχι όσον αφορά τις ενδείξεις που είναι ίδιες, αλλά το ιστορικό τους. Όσοι είναι γεννημένοι πριν το 1970 θεωρούνται προστατευμένοι επειδή σχεδόν όλοι είχαν τότε νοσήσει άρα έχουν ισόβια ανοσία. Οι γεννηθέντες μετά το 1970 είναι προστατευμένοι αν έχουν νοσήσει ή αν έχουν κάνει δύο δόσεις εμβολίου, ωστόσο δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος αν δεν υπάρχει κάτι καταγεγραμμένο – ειδικά το ιστορικό νόσησης αναφερόμενο από τους γονείς δεν θεωρείται αξιόπιστο λόγω παρόμοιας κλινικής εικόνας κι άλλων νόσων. Αν έχουν κάνει μια δόση οφείλουν να κάνουν τη δεύτερη το συντομότερο. Αν δεν έχουν κάνει καμία συνιστώνται δύο δόσεις με μεσοδιάστημα 3 μηνών. Επί αμφιβολίας συστήνεται το εμβόλιο, το οποίο δεν προκαλεί κάποια επιβάρυνση, ακόμα κι αν είναι η 3η δόση. Εξέταση για αντισώματα της ιλαράς συστήνεται σε λίγες περιπτώσεις αμφιβολίας ιστορικού, ανοσοκαταστολής ή παρενεργειών από την 1η δόση.
Βοηθητικά στοιχεία στην αναζήτηση του ιστορικού είναι ότι το εμβόλιο της ιλαράς εντάχθηκε μόνο του στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών το 1981, το 1989 ως τριπλό (MMR), το 1991 καθιερώθηκε η 2η δόση σε ηλικία 11-12 ετών και από το 1999 σε ηλικία 4-6 ετών, όπως σήμερα. Τα άτομα λοιπόν που πρέπει να διερευνήσουν την ανάγκη εμβολιασμού τους είναι κυρίως η ηλικιακή ομάδα 20 έως 45 ετών περίπου.
Γιατί όμως είναι απαραίτητο να είμαστε όλοι εμβολιασμένοι; Λόγω της μεγάλης μεταδοτικότητας της ιλαράς ( 9 στα 10 άτομα χωρίς αντισώματα που βρίσκονται στον ίδιο χώρο με ασθενή θα κολλήσουν) χρειάζεται μεγάλο ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης (>95%) του πληθυσμού για να εμποδιστεί η εμφάνιση επιδημίας. Είναι η λεγόμενη «ανοσία της αγέλης» που προστατεύει τους ανεμβολίαστους. Και εδώ αξίζει να δοθεί προσοχή. Υπάρχουν συνάνθρωποί μας που δεν μπορούν να εμβολιαστούν και αυτοί είναι οι έγκυες, τα παιδιά κάτω του έτους και οι ανοσοκατεσταλμένοι. Εμβολιάζομαι λοιπόν και εμβολιάζω το παιδί μου για να προστατεύσω τον εαυτό μου, αλλά και τον συνάνθρωπό μου που θέλει αλλά δεν μπορεί να εμβολιαστεί. Δεν εμβολιάζομαι σημαίνει δεν προλαμβάνω για την υγεία μου, παίρνω την ευθύνη του παιδιού μου και το αφήνω απροστάτευτο, εκμεταλλεύομαι τον εμβολιασμό των άλλων που σε ένα βαθμό με προστατεύει, αλλά αδιαφορώ και για τον συνάνθρωπό μου. Εγωιστικό, αν μη τι άλλο. Γιατί μπορεί το παιδί μου να νοσήσει και να αναρρώσει πλήρως, αλλά πιθανόν να κολλήσει μια έγκυο, ένα βρέφος ή έναν συμμαθητή που δεν μπορεί να εμβολιαστεί. Ας το ξανασκεφτούμε όλοι.
Τα θέματα δημόσιας υγείας είναι πολύ σοβαρά για να παίζει κανείς μαζί τους. Δεν νοείται επαγγελματίας υγείας ανεμβολίαστος, δεν νοείται να υπάρχουν πλαστά πιστοποιητικά εμβολιασμού παιδιών, δεν νοείται να ενημερωνόμαστε αφιλτράριστα από ανώνυμους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το αν η επιδημία θα έρθει – αν έρθει – από τους αντιεμβολιαστές, τους αμελείς, τους ρομά ή τους μετανάστες θα το κρίνουν άλλοι. Πολιτεία, επαγγελματίες υγείας και πολίτες πρέπει όλοι να αναλάβουμε τις ευθύνες μας με σοβαρότητα και χωρίς πανικό για να προλάβουμε τα χειρότερα.
Αργυρού Ιωάννης, Γενικός Ιατρός